- μεσογάστωρ
- μεσογάστωρ, -ορος, ὁ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «μεσογάστορα ναῡται [ναύταν], τὸν ἐν τῇ μέσῃ νηί. Βέλτιον δὲ τὸν διεζωσμένον μέσην τὴν γαστέρα, ζωνογάστορα».[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + -γάστωρ (< γαστήρ, γαστέρος), πρβλ. κοιλο-γάστωρ, ταυρο-γάστωρ].
Dictionary of Greek. 2013.